νουσολύτης

νουσολύτης
νουσο-λύτης [pron. full] [ῠ], ου, ,
A freeing from illness,

Παιάν Epigr.Gr.1026

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νουσολύτης — και νοσολύτης, ὁ (Α) αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης, ωδινο λύτης] …   Dictionary of Greek

  • νουσολύτα — νουσολύτᾱ , νουσολύτης freeing from illness masc nom/voc/acc dual νουσολύτης freeing from illness masc voc sg νουσολύτᾱ , νουσολύτης freeing from illness masc gen sg (doric aeolic) νουσολύτης freeing from illness masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσολύτης — νοσολύτης, ὁ (Α) βλ. νουσολύτης …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”